χαρακτηριστικῶς

χαρακτηριστικῶς
χαρακτηριστικός
characteristic
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαρακτηριστικός — ή, ό / χαρακτηριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρακτηρίζω] 1. αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα προσώπου ή πράγματος, προσδιοριστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτηριστικό(ν) α) διακριτικό γνώρισμα β) ναυτ. διακριτικό σήμα σκάφους, φάρου ή άλλου… …   Dictionary of Greek

  • σκληρόφυλλος — η, ο / σκληρόφυλλος, ον, ΝΑ (για φυτά) αυτός που έχει σκληρά φύλλα νεοελλ. φρ. α) «σκληρόφυλλη βλάστηση» βοτ. τύπος βλάστησης τής οποίας τα φυτά έχουν χαρακτηριστικώς σκληρά, δερματώδη μόνιμα φύλλα τα οποία είναι προσαρμοσμένα έτσι ώστε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”